- μεταλλίκι
- το деньги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλίκι — και μεταλλίκι το παλαιό τουρκικό χάλκινο νόμισμα, αξίας δέκα παράδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. metelik < μεταλλ ικόν. Ο τ. μεταλλίκι μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek